- αιγιαλός
- Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί δικαιώματα σε ιδιώτες. Κύριος σκοπός του α. είναι η επικοινωνία από τη θάλασσα στην ξηρά και αντίστροφα.
* * *ο (Α αἰγιαλός)γιαλός, παραλία, ακροθαλασσιάμσν.θάλασσααρχ.1. αμμουδερή παραλία2. οι ψήφοι, ως λογοπαίγνιο με τη διττή σημασία τών χαλικιών και τών ψήφων ψηφοφορίας3. στη Μυκηναϊκή η λ. με τη σημ. «παραλία, γιαλός», μαρτυρείται έμμεσα με τα παράγωγα Aἰγιαλία, Αἰγιάλιος.[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθετη λ. με α' συνθ. τη λ. αἶγες «κύματα» — β' συνθ. είναι η γεν. ἁλὸς τού ἅλς, ήτοι αἰγιαλὸς < αἶγες ἁλός, πιθ. με τη μεσολάβηση τής φράσεως ἐν αἰγὶ ἁλὸς «στην ακροθαλασσιά». Κατ' άλλους το β' συνθ. ανάγεται στο ρ. ἅλλομαι «πηδώ» (πρβλ. ὡκύ -αλος). Το νεοελλ. γιαλός προήλθε από το αἰγιαλὸς με σίγηση τού αρκτικού άτονου aἰ- (/e/)πρβλ. επάνω > πάνω, ελεύθερος > λεύτερος κ.λπ.ΠΑΡ. αιγιαλίτηςαρχ.αἰγιάλειος, αἰγιαλεύς, αἰγιαλώδης.ΣΥΝΘ. αρχ. αἰγιαλοφύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.